μυρταλίς
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, Lacon. for ὀξυμυρρίνη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 222] ίδος, ἡ, lakon. = Vorigem, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μυρτᾰλίς: -ίδος, ἡ, «ἡ ὀξυμυρρίνη, ὡς Λάκωνες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μυρταλίς, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ ὀξυμυρρίνη, ὡς Λάκωνες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος (πρβλ. συκαλίς)].