A v. αἰθός III.
Αἴθη: ἡ, ὄνομα ἵππου τινὸς τοῦ Ἀγαμέμνονος, πυρώδης ἢ πυρρόχρους, ὀξύς, γοργός, Ἰλ. Ψ. 295.