Ἀρέθουσα
English (LSJ)
[ᾰρ], ἡ, name of several fountains, e.g. in Ithaca, Od. 13.408; at Syracuse, Str.6.2.4: pl.,
A κρῆναι ἀρέθουσαι Choeril.2:— Adj. Ἀρεθούσιος, α, ον, ὅδωρ AP9.362.18. (A participial form; ἀρέθω is cited by Hdn.Gr.1.440 without expl.)
Greek (Liddell-Scott)
Ἀρέθουσα: ἡ, ὄνομα διαφόρων πηγῶν, ὧν πρώτη μνημονεύεται ἡ ἐν Ἴθάκῃ, αἱ δὲ νέμονται πὰρ Κόρακος πέτρῃ ἐπὶ τε κρήνῃ Ἀρεθούσῃ Ὀδ. Ν. 408: - περιφημοτάτη αὐτῶν ἦτο ἡ ἐν Συρακούσαις, περὶ ἧς λέγεται ὅτι ἦτό ποτε Νύμφη τῶν Ἀρκαδικῶν λειμώνων καὶ διωκομένη ὑπὸ τοῦ ποταμίου θεοῦ Ἀλφειοῦ, μετεβλήθη ὑπὸ τῆς Ἀρτέμιδος εἰς κρήνην καὶ ἐξηφανίσθη ὑπὸ τὸ ἔδαφος· ἀλλ’ ἀνεφάνη παρὰ τὰς Συρακούσας, Στράβ. 270, πρβλ. Εὐστ. Ὀδ. 1746, 41. Ἡ Νύμφη αὕτη κατέστη ἡ Μοῦσα τῆς Βουκολικῆς ποιήσεως. (Τύπος μετοχικός, ὡς εἰ ἦτο ἡ ἄρδουσα ἡ ποτίζουσα: - τὸ ῥῆμα ἀρέθω ἀναφέρεται ὑπὸ Θεογνώστ. Καν. 141).