τριττύα
English (LSJ)
[ῠ], ἡ,
A = τριττύς 11, Epich.187 (acc. to Eust., but he prob. wrote τρίκτοια like Sophr. infr.), Ister 34; acc. pl. τριττύας χρυσόκερως Porph.Abst.2.60; also τρικτεύα or τρίκτευα, IG22.1126.34 (Amphict. Delph., iv B. C.); τρίττοια βόαρχος χρυσόκερως ib.12.76.37, 845.6, cf. Theognost.Can.103; τρίττοα, IG12.5.5 (Eleusis, v B. C.); τρικτοι (sic cod. A Ath.) ἀλεξιφαρμάκων Sophr.3 (perh. τρίκτοι' ἀλ. rather than τρικτὺς ἀλ. as Schweigh., Kaibel): Hsch. also cites τρίκτειρα ( = θυσία Ἐνυαλίῳ, θύεται δὲ πάντα τρία καὶ ἔνορχα).
Greek (Liddell-Scott)
τριττύᾱ: ἡ, = τριττὴς ΙΙ, «τριττύα λέγεται παρὰ τοῖς παλαιοῖς θυσία ἐκ τριῶν ζῴων, οἷον δύο μήλων καὶ βοὸς ὡς Ἐπίχαρμος· ἢ βοός, αἰγὸς καὶ προβάτου· ἢ κάπρου, κριοῦ καὶ ταύρου» Φιλήμονος Λεξικ. Τεχνολογ. σελ. 168 Osann., πρβλ. Ἴστρον 34· οὕτω καὶ τρικτεύα (πιθανῶς ἡμαρτημένως ἀντὶ τρικτύα), Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 34, ἴδε Böckh σ. 811· καὶ ὁ Achrens εἰς Σώφρονα (Ἀποσπ. 33) διορθοῖ τρικτύα ἀντὶ τρίκτοι· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ τρίκτειρα, (τρικτεῖρα Schm.)· «θυσία Ἐνυαλίῳ· θύεται δὲ πάντα τρία καὶ ἔνορχα».