ῆρος, ὁ, (πιπίσκω)
A = ποτίστρα, Hsch. s.v. πισμός.
[Seite 620] ῆρος, ὁ, = ποτιστήρ, ποτιστής (?).
πιστήρ: ῆρος, ὁ, (πιπίσκω) = ποτιστήρ, ποτιστής.