ἐξορίζω

Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

(A), (ὅρος) (3sg. aor. subj. ἐξορύξη [from Ἐξορϝίξ-] Inscr.Cypr.135.11 H.):—

   A send beyond the frontier, banish, E.Heracl.257, Pl. Lg.874a, etc.; γᾶθέν τινα E.Tr.1106 (lyr.); τὸ σῶμά τινος ἐ. (cf. ἐξόριστος) Plu.Phoc.37:—Pass., ἐξορισθῆναι καὶ ἀποθανόντα, μηδὲ ἐν τῇ πατρίδι ταφῆναι Hyp.Lyc.20.    2 expose a child, E.Ion504 (lyr.).    3 banish, get rid of, ἀγριότητα Pl.Smp.197d; αἰσχρολογίαν ἐκ τῆς πόλεως Arist.Pol.1336b5; τοὺς ἀνιάτους Id.EN1180a10: c. gen., τι τῆς ἀκοῆς Jul.Or.6.186b.    II c. acc. loci only, ἄλλην ἀπ' ἄλλης ἐ. πόλιν pass from one to another, E.Heracl.16.    III Pass., come forth from, τινός Id.Hipp.1380 (lyr.).
ἐξορίζω (B), (ὀρός)

   A press out the whey from cheese, EM349.29, Hsch.

German (Pape)

[Seite 887] über die Gränzen hinausbringen, verbannen; γᾶθέν τινα Eur. Troad. 1106; Heracl. 257; Dem. 25, 95; Arist. Eth. 10, 9 u. Sp. Ueberh. entfernen, ἀγριότητα Plat. Conv. 197 d, wie Dem. 26, 26; ἀσέβειαν Posid. Ath. VI, 234 c. – Im med. ἐξορίζεσθαί τινος, ausgehen von Einem, Eur. Hippol. 1381; aber D. Sic. 13, 111 = in der Verbannung sein.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀποπέμπω, ἐξάγω, ἔξω τῶν ὁρίων, ἐξορίζω, Λατ. exterminate, Εὐρ. Ἡρακ. 257, Πλάτ., κτλ. γᾶθέν τινα Εὐρ. Τρῳ. 1106· τὸ σῶμά τινος ἐξ. (πρβλ. ἐξόριστος), Πλουτ. Φωκ. 37. οὕτω καὶ Παθ., ἐξορισθῆναι καὶ ἀποθανόντα, μηδὲ ἐν τῇ πατρίδι ταφῆναι Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 16. 2) ἐκθέτω βρέφος, Εὐρ. Ἴων. 504. 3) ἐκδιώκω, ἀπομακρύνω, πραότητα μὲν πορίζων, ἀγριότητα δὲ ἐξορίζων Πλάτ. Συμπ. 1971)· τὴν αἰσχρολογίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 8· τοὺς δ’ ἀνιάτους ὅλως ἐξορίζειν, ὁ αὐτὸς ἐν Ἠθ. Ν. 10, 9, 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου μόνον, φεύγομεν δ’ ἀλώμενοι ἄλλην ἀπ’ ἄλλης ἐξορίζοντες πόλιν, καθιστῶντες μίαν πόλιν μετὰ τὴν ἄλλην τὸ ὅριον τῆς φυγῆς ἡμῶν, δηλ. μεταβαίνοντες ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν, Εὐρ. Ἡρακλ. 16· πρβλ. ὁρίζω Ι. 4. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., παλαιῶν προγεννητόρων ἐξορίζεται κακόν, «ἀπὸ τοῦ ὅρου ἐκείνων εἰς ἐμὲ ἔρχεται τὸ τῶν προγόνων μύσος (Σχόλ.). ὁ αὐτὸς ἐν Ἱππ. 1381. Ἐν Ἐπιγρ. Ἰδαλίου Κύπρου (60,25.26) ἀπαντᾷ ἐξορύζω διὰ τοῦ υ. Ἴδε Hoffman Griech. Dialekte Ι. σ. 72.