ἀποπιέζω
English (LSJ)
A squeeze out, τὸ αἷμα ἐκ . . Arist.Pr.889b28. II squeeze tight, Hp.Aph.5.46, al.; press outwards or away from a spot, Id.Fract. 30:—Pass., ὅταν[οἱ πόδες]ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας Thphr.Fr. 11:—also ἀπο-πῐάζω, LXXJd.6.38, Archig. ap. Orib.8.1.21.
German (Pape)
[Seite 319] auspressen, Hippocr. Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπιέζω: μέλλ. -έσω, ἐκθλίζω, ἀποπιεζόμενος ὁ χυλὸς ἐξ ἐνίων ῥεῖ Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 7, 3, ὅτι ἀποπιέζει τὸ αἷμα ἐκ τοῦ μέσου Ἀριστ. Πρβλ. 9. 3. ΙΙ. πιέζω ἰσχυρῶς, πλακώνω, Ἱππ. Ἀφ. 1254, κ. ἀλλ. - Παθ., πιέζομαι, πλακώνομαι, διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ἡ νάρκη γίνεται ἐν τοῖς ποσὶν ... ὅταν ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας ἢ ἄλλῳ τινὶ τρόπῳ Θεοφρ. Ἀποσπ. 11. - ὡσαύτως -πιάζω, Ἀρχιγ. ἐν Matth. Med. 155.