ἀθηρηλοιγός

Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ, (ἀθήρ)

   A consumer of chaff, i.e. winnowing-fan, Od. 11.128, 23.275.

German (Pape)

[Seite 46] Hachelverderber, heißt die Worfschaufel Od. 11, 128. 23, 275; vgl. ἀθηρόβρωτον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθηρηλοιγός: ὁ, (ἀθήρ) ὁ καταστρέφων τοὺς ἀθέρας τοῦ στάχυος, λικμητήριον, «τὸ λεγόμενον πτύον, οἷον ἀθερολοιγόν, τὸ τῶν ἀθέρων ὀλοθρευτικόν· ἀθέρις δὲ τὰ λεπτότατα τῶν ἀσταχύων», Ἡσύχ., πρβλ. ἀθηρόβρωτος.