λικμητήριον
From LSJ
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
English (LSJ)
τό, winnowing-fan, shovel, Sm. Je.15.7, Thd.Is.30.14, Hsch.
German (Pape)
[Seite 46] τό, Werkzeug zum Getreidereinigen, Worfschaufel, πτύον, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
λικμητήριον: τό, πτύον δι’ οὗ λικμᾶται ὁ σῖτος, «λιχνιστῆρι», Ἡσύχ.
Translations
winnowing fan
Armenian: քամհար; Chinese Mandarin: 風車, 风车; Finnish: löyhytin; Gothic: 𐍅𐌹𐌽𐌸𐌹𐍃𐌺𐌰𐌿𐍂𐍉; Ancient Greek: ἀθηρηλοιγός, ἀθηρόβρωτον ὄργανον, βραστήρ, ἐκτίνακτρον, κάνης, λικμάς, λικμητήριον, λίκνον, λῖκνον, λικμός, πτέον, πτυάριον, πτυΐδιον, πτύον, χερσαία πλάτη; Japanese: 箕; Kikuyu: gĩtarũrũ; Latin: vannus, ventilabrum; Polish: wiejadło; Russian: веялка; Swahili: ungo, uteo; Swedish: vindsikt; Welsh: gwyntyll