ἀσκαλώπας

Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ, prob.

   A woodcock, Scolopax ruricola, Arist.HA617b23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκαλώπας: ὁ, εἶδος πτηνοῦ ὅπερ ὁ Ἀριστοτέλης (Ἱστ. Ζ. 9. 26) περιγράφει λεπτομερῶς ὡς ἑξῆς: ἀσκαλώπας δ’ ἐν τοῖς κήποις ἁλίσκεται ἕρκεσιν· τὸ μέγεθος ὅσον ἀλεκτορίς, τὸ ῥύγχος μακρόν, τὸ χρῶμα ὅμοιον ἀτταγῆνι· τρέχει δὲ ταχὺ καὶ φιλάνθρωπόν ἐστιν ἐπιεικῶς. - ἐν Κρήτῃ τανῦν εἶδος γλαυκὸς ὀνομάζεται σκλῶπα.