ἀελλοδρόμας
English (LSJ)
α,
A storm-swift, πῶλος B.5.39.
Greek (Liddell-Scott)
ἀελλοδρόμας: ὁ, ταχὺς ὡς ἡ ἄελλα, θύελλα, πῶλον ἀελλοδρόμαν, Βακχυλίδης V, 39. Τὰ χειρόγρ. τῶν σχολ. εἰς Πίνδ. (Ὀλ. 1) ἔχουσιν ἀελλόδρομος, ἀλλ’ ὁ Βακχυλίδης φιλεῖ τοὺς τύπους εἰς -ης, (-ας), ὥστε δὲν ἔχομεν λόγον ν’ ἀμφιβάλλωμεν περὶ τῆς ἀκριβείας τοῦ κειμένου. Σημ. Kenyon.