νοτάριος
Greek (Liddell-Scott)
νοτάριος: ὁ, τὸ Λατιν. notarius, = γραμματεύς, ὑπογραφεύς, σημειογράφος, ταχυγράφος, Ἰουλιαν. 378Β, Ἀθαν. Ι, 621D, 752C, II, 744B, Βασίλ. IV, 1076C, Ἐπιφάν. ΙΙ, 376C, Εὐνάπ. 74. 12, Φιλόστοργ. 629D, Κύριλλ. Ἀλ. X, 164D, Ἀναστ. Σιν. 85Α.