ὑπογραφεύς
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
-έως, ὁ,
A one who writes under another's orders, secretary, amanuensis, PCair.Zen.647.50 (iii B. C.), Plu.Crass.2, Luc.Dem. Enc.44; mihtary secretary, adjutant, PStrassb.105.5 (iii B. C.).
2 person who has drafted or signed a deed on behalf of another, ὑ. τῶν ὁμολογούντων PAmh.2.110.24 (i A. D.), cf. PMeyer 13.17 (ii A. D.), etc.; παρεχούσης ὑπογραφέα ὑπὲρ αὐτῆς καὶ μάρτυρας τοὺς ἑξῆς ὑπογράφοντας PMasp.23.10 (vi A. D.).
3 at Athens and elsewhere, the clerk of the Assembly, = ὑπογραμματεύς (the clerk of the Council being ἀντιγραφεύς), Sch Ar.Eq. 1253 (but in the text (1256), ὑ. δικῶν appears to mean a signer of accusations on behalf of another), cf. IG14.209 (Acrae).
4 = Lat. scriba, Lyd.Mag.2.30.
German (Pape)
[Seite 1213] έως, ὁ, der nachschreibt, was man ihm dictirt, Schreiber, Luc. Dem. enc. 44; bes. in Athen der Protokollführer in der Volksversammlung (der im Rate hieß ἀντιγραφεύς). Vgl. Schol. Ar. Equ. 1253. – Bei Ar. Equ. 1261 scheint ὑπογραφεὺς δικῶν ein Privatschreiber zu sein, der für einen Sykophanten Klageschriften abschrieb.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
celui qui écrit sous la dictée d'un autre, scribe, écrivain.
Étymologie: ὑπογράφω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπογραφεύς: έως ὁ писец, секретарь Plut., Luc.: ὑ. δικῶν Arph. составитель судебных прошений.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπογρᾰφεύς: έως, ὁ, ὁ γράφων κατὰ διαταγὴν ἢ καθ’ ὑπαγόρευσιν ἄλλου, γραμματεύς, amanuensis Πλουτ. Κράσσ. 2, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 44. 2) ἐν Ἀθήναις, ὁ γραμματεὺς τῆς Ἐκκλησίας, = ὑπογραμματεύς, (ὁ δὲ γραμματεὺς τῆς Βουλῆς ἐκαλεῖτο ἀντιγραφεύς), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1256 (ἀλλ’ ἐν τῷ κειμένῳ, ὑπ. δικῶν φαίνεται ὅτι ἦτο ἰδιωτικὸς γραμματεὺς συντάττων καταγγελίας διά τινα συκοφάντην), πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5245-7.
Greek Monolingual
η / ὑπογραφεύς, -έως, ὁ, ΜΑ
βλ. υπογραφέας.
Greek Monotonic
ὑπογρᾰφεύς: -έως, ὁ, αυτός που γράφει κατ' εντολή ή καθ' υπαγόρευση άλλου προσώπου, γραμματέας, amanuensis, σε Πλούτ., Λουκ.
Middle Liddell
ὑπογρᾰφεύς, έως, ὁ,
one who writes under another's orders, a secretary, amanuensis, Plut., Luc.