ον, (ἀπύω)
A loud-shouting, of Ares, Il.13.521.
[Seite 464] heftig schreiend, Ares, Il. 13, 521, ἅπαξ εἰρημέν.
βριήπῠος: ον (ἀπύω) ὁ μεγάλως, ἰσχυρῶς φωνάζων, ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Ν. 521.