ἀπύω
From LSJ
English (LSJ)
Dor. for ἠπύω.
Spanish (DGE)
v. ἠπύω.
German (Pape)
[Seite 341] dor. für ἠπύω, Pind. Tragg. Ar. Equ. 1018.
Russian (Dvoretsky)
ἀπύω: (ᾱ) дор. = ἠπύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπύω: ἴδε ἐν λ. ἠπύω.
English (Slater)
ᾱπῠω
a sing of, celebrate Ζεῦ, ἱκέτας σέθεν ἔρχομαι Λυδίοις ἀπύων ἐν αὐλοῖς (O. 5.19) δὲ δ' Λοκρὶς παρθένος ἀπύει (P. 2.19) τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν (P. 5.104)
b call upon ἄπυεν βαρύκτυπον Εὐτρίαιναν (O. 1.72) ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει Ἀλεύα τε παῖδες (P. 10.4)
Greek Monolingual
βλ. ηπύω.
Greek Monotonic
ἀπύω: Δωρ. αντί ἠπύω.