νέννος
English (LSJ)
ὁ,
A mother's or father's brother, uncle, Eust.971.26; but, mother's brother, Poll.3.22, cf. IG12(3).1628 (Thera), cj. in Epigr. ap. Plu.2.1033e; or (in poetry), mother's father, Poll.3.16 (v.l. νόννος, q.v.); cf. νάννας, νίννη.
German (Pape)
[Seite 241] ὁ, auch νάννος, Mutter- oder Vaterbruder, Oheim, Poll. 3, 16. 22, Eust. 662.
Greek (Liddell-Scott)
νέννος: ὁ, ὁ πατρὸς ἢ μητρὸς ἀδελφός, θεῖος, κατὰ τὸν Εὐστ. 971. 26· ἀλλὰ κατὰ τὸν Πολυδ. Γ΄, 16, 22, ὁ πατρὸς ἢ μητρὸς πατὴρ (παρὰ τοῖς ποιηταῖς), δηλ. ὁ πάππος: παρ’ Ἡσυχ. εὕρηται καὶ τύπος: νάννας, «νάνναν· τὸν τῆς μητρὸς ἢ τοῦ πατρὸς ἀδελφόν· οἱ δὲ τὴν τούτων ἀδελφήν»· - θηλ. νάννη· «μητρὸς ἀδελφὴ» θεία, παρὰ τῷ αὐτῷ· ἀλλὰ νίννη σημαίνει ἢ μάμμην ἢ πενθερὰν (Ἰταλ. nonna), Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 1994g (Nanâ = μήτηρ, μνημονεύεται ἐκ τῆς Rig-Veda ὑπὸ τοῦ Aufrecht.)