ον,
A hating work, lazy, Poll.6.172.
[Seite 189] Arbeit hassend, Poll. 6, 172.
μίσεργος: -ον, (*ἔργω) ὁ μισῶν τὴν ἐργασίαν, ὀκνηρός, Πολυδ., ϛʹ, 172.