μίσεργος

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσεργος Medium diacritics: μίσεργος Low diacritics: μίσεργος Capitals: ΜΙΣΕΡΓΟΣ
Transliteration A: mísergos Transliteration B: misergos Transliteration C: misergos Beta Code: mi/sergos

English (LSJ)

μίσεργον, hating work, lazy, Poll.6.172.

German (Pape)

[Seite 189] Arbeit hassend, Poll. 6, 172.

Greek (Liddell-Scott)

μίσεργος: -ον, (*ἔργω) ὁ μισῶν τὴν ἐργασίαν, ὀκνηρός, Πολυδ., ϛʹ, 172.

Greek Monolingual

μίσεργος, -ον (Α)
αυτός που αισθάνεται αποστροφή προς την εργασία, οκνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλεργος].