ὑλοτόμος

Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

(parox.), ον, (τέμνω)

   A cutting or felling wood, πελέκεις Il.23.114; τέκτων LXXWi.13.11.    II Subst. ὑλοτόμος, ὁ, woodcutter, woodman, Il.23.123, Hes.Op.807, S.El.98 (anap.), IG12.1084.5, Thphr.HP3.9.3, Gal.17(2).229, etc.    III τὸ ὑλότομον either a plant cut in the wood (cf. τέμνω 111), used as a charm; or = worm (cf. φερέοικος), supposed to be the cause of pain in teething (οὐλοτόμοιο may be the right reading), h.Cer.229.

German (Pape)

[Seite 1177] Holz schlagend, fällend; ὁ ὑλ., der Holzschläger, Holzhauer, Il. 23, 114. 123; Hes. O. 809; ὥςτε δρῦν ὑλοτόμοι σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει Soph. El. 98; Antiphil. 27 (IX, 306). – Mit verändertem Accent, ὑλότομος, im Walde abgeschnitten, gehauen, τὸ ὑλότομον, ein im Walde geschnittenes Zauber- oder Heilmittel, H. h. Cer. 229.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλοτόμος: -ον, (√ΤΕΜ, τέμνω), ὁ τέμνων ξύλα, πέλεκυς Ἰλ. Ψ. 114· τέκτων Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΓ΄, 11)· - ὡς οὐσιαστ. ὑλοτόμος, ὁ, ξυλοτόμος, ξυλοκόπος, Ἰλ. Ψ. 123, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 805, Σοφ. Ἠλ. 98, Θεόφρ., κλπ. ΙΙ. προπαροξ. ὑλοτόμος, ον, Παθ., ὁ ἐν τῷ δάσει τμηθείς· τὸ ὑλότομον, φυτὸν τμηθὲν ἐν τῷ δρυμῷ ἐν χρήσει δὲ ὡς θελκτήριον, φέρτερον ὑλοτόμοιο Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 229, πρβλ. τέμνω ΙΙΙ. 2.