ξυλοτόμος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, woodcutter, Sammelb.4874: as adjective, πέλεκυς ξυλοτόμος v.l. in X.Cyr.6.2.36.
German (Pape)
[Seite 281] Holz schneidend, Holz spaltend, ὁ ξ., der Holzhauer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξυλοτόμος: ὁ τέμνων ξύλα, ἴδε ξυλοκόπος.
Greek Monolingual
-ο (Α ξυλοτόμος, -ον)
το αρσ. ως ουσ. ο ξυλοτόμος
ο υλοτόμος, ο ξυλοκόπος
αρχ.
αυτός που κόβει ξύλα («πέλεκυν ἔχοντας ξυλοτόμον», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. λιθοτόμος.