ἀνεκτός
English (LSJ)
όν, later ή, όν IGRom.4.293 ii 4 (Pergam.), D.L.2.36: Aeol. ὄνεκτος Alc.Supp.27.9:—
A bearable, sufferable, tolerable, mostly with a neg. (like ἀνασχετός), λοίγια ἔργα . . οὐδ' ἔτ' ἀνεκτά Il.1.573; χρειὼ . . οὐκέτ' ἀνεκτός 10.118, Thgn.1195, etc.: so mostly in Att., οὐκ ἀνεκτόν A.Ag.1364; οὐκ ἀνεκτά S.Ant.282, etc.; or with a question, ἦ ταῦτα δῆτ' ἀνεκτά; Id.OT429; ταυτὶ δῆτ' ἀνέκτ' ἀκούειν; Ar. Th.563:—οὐκ ἀνεκτόν [ἐστι] foll. by inf., with or without μὴ οὐ, Pl. Tht.154c,181b; τὸ μὲν οὐκ ἀ. ἐμοὶ . . γίγνεσθαι Id.Lg.861d. 2 without a neg., τὸ μὲν καὶ ἀνεκτὸν ἔχει κακόν that can be endured, Od.20.83; ἀ. χοὖτος ἦν ὅμως ἐμοί Pherecr.145.13; ἀνεκτὰ παθεῖν Th. 7.77; μέχρι τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοι ἐς ὅσον . . Id.2.35; παντὶ τρόπῳ ὅστις καὶ ὁπωσοῦν ἀνεκτός in any tolerable manner whatsoever, Id.8.90; ἀ. τι λέγειν Isoc.8.65; συμβίωσιν -όν Phld.Ir.p.78W.; ἀνεκτότερα more tolerable, Cic.Att.12.45.2; ἀνεκτότερον ἔσται τινί Ev.Matt. 10.15,11.22, etc.: Sup., Phld.Rh.2.226S. b of persons, μόγις ἀνεκτοί Lys.22.20, cf. D.Ep.3.13. II Adv. -τῶς, in Hom. always οὐκέτ' ἀνεκτῶς, Od.9.350, etc.; οὐκ ἀνεκτῶς ἔχει it is not to be borne, X.HG7.3.1: without neg., Phld.D.3Fr.2, Oec.p.31J.
German (Pape)
[Seite 221] (erst Sp. ἀνεκτή fem., vgl. Lob. Par. 482; Thuc. 7, 87 ὀσμαὶ ἀνεκτοί, Hom. Iliad. 10, 118. 11, 610 χρειὼ ἀνεκτός, s. Scholl. Aristonic. 10, 118 Friedl. Aristonic. p. 31), erträglich, auszuhalten; Hom. Od. 20, 83 τὸ μὲν καὶ ἀνεκτὸν ἔχει κακόν; mit der Negation οὐ Iliad. 10, 118. 11, 610 χρειὼ γὰρ ἱκάνεται οὐκέτ' ἀνεκτός; 1, 573 λοίγια ἔργα οὐδ' ἔτ' ἀνεκτά; Od. 20, 223 ἐπεὶ οὐκέτ' ἀνεκτὰ πέλονται; Advb. ἀνεκτῶς Iliad. 8, 355 Od. 9, 350 ὁ δὲ μαίνεται (σὺ δὲ μαίνεαι) οὐκέτ' ἀνεκτῶς; – οὐκ ἀνεκτόν Aesch. Ag. 1364; οὐκ ἀνεκτά Soph. Ant. 282; ohne Negation in der Frage O. R. 429. Auch bei Plato immer mit der Negation, mit folgendem inf., οὐκ ἀνεκτὸν ἄλλως λέγειν, man kann es unmöglich anders sagen, Theaet. 154 c; οὐδὲν ἀνεκτὸν μὴ οὐ διασκέψασθαι, man muß es in Erwägung ziehen, 181 b; Sp.; Adv. ἀνεκτῶς Isocr. 5, 11, χαλεπόν ἐστι, περὶ τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν δύο λόγους ἀνεκτῶς εἰπεῖν, erträglich zu sprechen; οὐκ ἀνεκτῶς ἔχει, es ist nicht zu ertragen, Xen. Hell. 7, 3, 1; – ἀνεκτότερον ἔσται τῇ γῇ Matth. 10, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκτός: -όν, μεταγεν. ή, όν, Διογ. Λ. 2. 36: - Ρηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀνέχομαι, ὃν δύναταί τις νὰ ὑποφέρῃ, ὑποφερτός, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσ. (ὡς τὸ ἀνασχετός)· λοίγια ἔργα …, οὐδ’ ἔτ’ ἀνεκτὰ Ἰλ. Α. 573· χρειώ … οὐκέτ’ ἀνεκτὸς Κ. 118, Θέογν. 1195, κτλ., οὕτως ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ καὶ παρ’ Ἀττ., οὐκ ἀνεκτὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1364· οὐκ ἀνεκτὰ Σοφ. Ἀντ. 282, κτλ. ἢ μετ’ ἐρωτήσεως, ἦ ταῦτα δῆτ’ ἀνεκτά; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 429· ταῦτα δῆτ’ ἀνέκτ’ ἀκούειν; Ἀριστοφ. Θεσμ. 563: - οὐκ ἀνεκτὸν [ἐστι] ἑπομέν. ἀπαρ. μετὰ ἢ ἄνευ τοῦ μὴ οὐ Πλάτ. Θεαίτ. 154C, 181Β· τὸ μὲν οὐκ ἀν. ἐμοί ... γίγνεται ὁ αὐτ. Νόμ. 861D. 2) ἄνευ ἀρνήσ., τὸ μὲν καὶ ἀνεκτόν ἔχει κακόν, ὅπερ εἶναι ὑποφερτόν, Ὀδ. Υ. 83· ἀνεκτὰ παθεῖν, toleranda pati, Θουκ. 7. 77· μέχρι τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοι, ἐς ὅσον …, ὁ αὐτ. 2. 35· παντὶ τρόπῳ ὅστις καὶ ὁπωσοῦν ἀνεκτός, καθ’ οἱονδήποτε ὁπωσοῦν ὑποφερτὸν τρόπον, ὁ αὐτ. 8. 90, πρβλ. Δημ. 1477. 24· ἀν. τι λέγειν Ἰσοκρ. 172Β· ἀνεκτότερα, ὑποφερτότερα, Κικ. π. Ἀττ. 12. 45· ἀνεκτότερον ἔσται τινί Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 15, ια΄, 22, κτλ. β) ἐπὶ προσώπων, μόγις ἀνεκτοὶ Λυσ. 166. 10, πρβλ. Δημ. 1477. 25. ΙΙ. Ἐπίρρ. -τῶς παρ’ Ὁμ. ἀείποτε οὐκέτ’ ἀνεκτῶς Ὀδ. Ι. 350, κτλ.· νομίσας οὐκ ἀνεκτῶς ἔχειν ὅτι δὲν εἶναι ὑποφερτά, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 1.