Στέντωρ
English (LSJ)
ορος, ὁ, Stentor, a Greek at Troy, famous for his loud voice, Il.5.785: prov., μεῖζον ἐμβοᾶν τοῦ Σ. Luc.Luct.15:—Adj. Στεντόρειος, ον,
A Stentorian, with a voice like Stentor's, κῆρυξ Arist. Pol.1326b7; βοᾶν Στεντόρειον Aristid.2.28 J.
Greek (Liddell-Scott)
Στέντωρ: -ορος, ὁ, εἷς τῶν Ἑλλήνων ἐν Τροίᾳ, περίφημος διὰ τὴν ἰσχυράν του φωνήν, Ἰλ. Ε. 785· παροιμ., μεῖζον ἐμβρᾶν τοῦ Στ. Λουκ. π. Πένθ. 15· - Ἐπίθ. Στεντόρειος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Στέντορα, ἔχων φωνὴν ὁμοίαν πρὸς τὴν τοῦ Στέντορος, κῆρυξ Ἀριστ. Πολιτ. 7. 4, 11· βοᾶν Στεντόρειον Ἀριστείδ. 2. 28· - ὡσαύτως Στεντορόφωνος, ον, Βυζ.