στρευγεδών
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A distress, suffering, Nic.Al.313.
German (Pape)
[Seite 953] όνος, ἡ, Bedrängniß, Qual, Nic. Al. 313.
Greek (Liddell-Scott)
στρευγεδών: -όνος, ἡ, θλῖψις, πάθημα, στενοχωρία, Νικ. Ἀλεξιφ. 313.
όνος, ἡ,
A distress, suffering, Nic.Al.313.
[Seite 953] όνος, ἡ, Bedrängniß, Qual, Nic. Al. 313.
στρευγεδών: -όνος, ἡ, θλῖψις, πάθημα, στενοχωρία, Νικ. Ἀλεξιφ. 313.