ἀρετόομαι

Revision as of 11:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

[ᾰ], Pass.,

   A become excellent, grow in goodness, Simp. in Epict.p.10D., Id.in Ph.1066.5.

German (Pape)

[Seite 349] gedeihen, Ggstz von κακύνομαι, Simplic. ad Epict.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρετόομαι: παθ., γίνομαι ἐνάρετος, προκόπτω ἐν τῇ ἀρετῇ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κακύνομαι, ἡ ψυχὴ τοῖς μὲν χείροσιν ὀρέξεων εἴδεσι κακυνομένη, τοῖς δὲ κρείττοσιν ἀρετουμένη Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. σ. 37. 2.