στερεόω

Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A make firm or solid, τοὺς πόδας X.Eq.4.3, cf. 5; τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων LXX Ps.135(136).6; τὸν οὐρανόν ib.Is.45.12:—Pass., Hp.Vict.1.9, Arist.GA735b2.    2 strengthen, τοῦτον Act.Ap.3.16; confirm, κρίσιν LXX Si.3.2:—Pass., to be made strong, X.Cyr.8.8.8, Act.Ap.3.7: metaph., to be firmly established, confirmed, LXX 1 Ki.2.1, al., D.S.15.57.

German (Pape)

[Seite 937] hart, fest, dicht machen; Xen. equit. 4, 3; – med., βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρώτων τὰ σώματα στερεοῦσθαι, sich abhärten, Cyr. 8, 8, 8.

Greek (Liddell-Scott)

στερεόω: ποιῶ τι στερεὸν ἢ σταθερόν, τοὺς πόδας Ξεν. Ἱππ. 4, 3, πρβλ. 5. - Παθητ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 2. 2) στερεώνω, ἰσχυρὸν ποιῶ, ἐνισχύω, τινα Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 16. - Παθ., γίνομαι ἰσχυρός, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 8, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 7· μεταφορ., στερεώνομαι, ἱδρύομαι σταθερῶς, βεβαιοῦμαι, Διόδ. 17. 57, Ἑβδ.