adj.
Terrible, lit. or Met.: P. and V. δεινός.
Alarming, lit.: P. and V. δεινός, φοβερός, φρικώδης, V. δύσχιμος, ἔμφοβος.
Met., great, vast: P. and V. ἀμήχανος, μέγιστος, ὑπερφυής (Aesch., Frag.), ὑπέρπολυς.