φιλέταιρος

Revision as of 19:20, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ον,

   A fond of one's comrades or partisans, true to them, Pl.Ly.211e, Arist. Rh.1389a37, Thphr.Char.29.4; ἀνδρεία, τρόπος, ἦθος, Th.3.82, X. Cyr.8.3.49, Cratin.Jun.12; τὸ φ., = φιλεταιρία, Timocl.8.4, Plu.Lys. 5. Adv. -ρως, in bad sense, Aeschin.1.110.

German (Pape)

[Seite 1276] seine Gefährten, Kameraden, Freunde liebend; Thuc. 3, 82; Plat. Lys. 211 e; τρόπος Xen. Cyr. 8, 3,49; Folgde; Luc. Macrob. 12. – Adv., φιλεταίρως κλέπτειν Aesch. 1, 110.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλέταιρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ἑαυτοῦ ἑταίρους, ἀφωσιωμένος εἰς αὐτούς, πιστός, Θουκ. 3. 82, Πλάτ. Λῦσ. 211Ε, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 3, 49, Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 13· ― τὸ φιλέταιρον, = φιλεταιρία, Τιμοκλῆς ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 4, Πλούτ.· οὕτω, φ. ἦθος Κρατῖνος Νεώτ. ἐν Ἀδήλ. 1. ― Ἐπίρρ. -ρως, Αἰσχίν. 15. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime ses camarades ou ses amis ; τὸ φιλέταιρον c. φιλεταιρία.
Étymologie: φίλος, ἑταῖρος.