Φόρκῡν: -ῡνος, ὁ, = Φόρκυς, Ὀδ. Α. 72, Ν. 96, 345 (ἀείποτε κατὰ γενικ.)· ὀνομ. παρὰ Παλαιφ. 32. ΙΙ. ὡς τὸ φόρκος ΙΙ, τὸ Λατ. Orcus, Εὐφορίων 52· ἐνταῦθα ὡσαύτως κατὰ γενικήν.
υνος (ὁ) :c. Φόρκυς.