Φόρκυν

Revision as of 19:21, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Greek (Liddell-Scott)

Φόρκῡν: -ῡνος, ὁ, = Φόρκυς, Ὀδ. Α. 72, Ν. 96, 345 (ἀείποτε κατὰ γενικ.)· ὀνομ. παρὰ Παλαιφ. 32. ΙΙ. ὡς τὸ φόρκος ΙΙ, τὸ Λατ. Orcus, Εὐφορίων 52· ἐνταῦθα ὡσαύτως κατὰ γενικήν.

French (Bailly abrégé)

υνος (ὁ) :
c. Φόρκυς.