Φόρκυν

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

French (Bailly abrégé)

υνος (ὁ) :
c. Φόρκυς.

Greek (Liddell-Scott)

Φόρκῡν: -ῡνος, ὁ, = Φόρκυς, Ὀδ. Α. 72, Ν. 96, 345 (ἀείποτε κατὰ γενικ.)· ὀνομ. παρὰ Παλαιφ. 32. ΙΙ. ὡς τὸ φόρκος ΙΙ, τὸ Λατ. Orcus, Εὐφορίων 52· ἐνταῦθα ὡσαύτως κατὰ γενικήν.

Russian (Dvoretsky)

Φόρκυν: ῡνος ὁ
1 Hom. = Φόρκυς;
2 (сын Фенопа - Φαῖνοψ, предводитель фригийцев, убитый Эантом) Hom.