περισπασμός

Revision as of 19:21, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ὁ,

   A wheeling round, Plb. 10.23.3,12.18.3.    II distracting circumstances, distraction, Metrod. Herc.831.7, Plb.3.87.9(pl.), Phld.Mus.p.98K., Plu.2.831f (pl.) ; ἐν περισπασμοῖς εἶναι Plb.4.32.5, etc.; οἱ τῆς πόλεως π. καὶ φόβοι D.S.12.38 ; περισπασμοὶ καὶ πιθανότητες Chrysipp.Stoic.3.77 : rarely in sg., θυμοῦ π. LXX Ec.2.23, cf. Arr.Epict.3.22.71.    III circumflex accent, D.H.Comp.11, A.D.Pron.34.24.

German (Pape)

[Seite 591] ὁ, 1) das Herumziehen, Wegziehen, anderweitige Beschäftigung, Pol. 3, 87, 9 u. öfter; auch ἐν περισπασμοῖς εἶναι, 4, 32, 5; daher das Abziehen wovon, Zerstreuung, in der Kriegssprache Diversion, Pol. 10, 21, 3 (vgl. das Verbum). – 2) der Circumflex, Gramm., S. Emp. adv. gramm. 109.

Greek (Liddell-Scott)

περισπασμός: ὁ, (περισπάω) ἐπὶ στρατιωτικῶν κινήσεων, «περισπασμός, ἡ ἐκ δυοῖν ἐπιστροφῶν τοῦ τάγματος κίνησις, ὥστε μεταλαμβάνειν τὸν ὀπίσω τόπον» Αἰλιαν. Τακτ. 22· πρὸς ταῖς ἐπιστροφαῖς δύνασθαι καὶ τοῖς περισπασμοῖς εὐχρηστεῖν Πολύβ. 12. 18, 3. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἐπασχόλησις τῆς προσοχῆς οὐχὶ εἰς τὰ συνήθη ἀλλ’ εἰς ἄλλα πράγματα, Πολύβ. 3. 87, 9· φροντίδας καὶ περισπασμοὺς Πλούτ. 2. 831F· ἐν περισπασμοῖς εἶμαι ὁ αὐτ. 4. 32, 5, κτλ.· ἴδε Wessel. εἰς Διόδ. 12. 38. ΙΙΙ. ὁ τόνος περισπωμένη, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, «τὸ ὤμοι οὐκέτι τοῦ ὦ τὸν περισπασμὸν ἐφύλαξεν» Ἀπολλώνιος περὶ Ἀντωνυμ. 302C.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 conversion à droite ou à gauche t. de tact.
2 fig. tiraillement, embarras des affaires, affaire gênante.
Étymologie: περισπάω.