ζημιώδης
English (LSJ)
ες,
A causing loss, ruinous, Id.Cra.417d, Lg.650a, X.Mem.3.4.11. Adv. -δῶς, censured by Poll.8.147.
German (Pape)
[Seite 1139] ες, Nachtheil bringend, Xen. Mem. 3, 4, 11; μισθός Plat. Legg. I, 650 a; = βλαβερός, Crat. 417 d u. A. – Adv., Poll. 8, 147.
Greek (Liddell-Scott)
ζημιώδης: -ες, (εἶδος) πρόξενος ζημίας, ἐπιζήμιος, βλαβερός, Πλάτ. Κρατ. 417D, Νόμ. 650Α, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 11. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἀποδοκιμαζόμενον ὡς δίσφθεγκτον ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Η΄, 147.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
dommageable, ruineux.
Étymologie: ζημία, -ωδης.