τεχνάζω

Revision as of 19:26, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A employ art, contrive, ὅπως . . Arist.EN1140a11, cf. MM 1197a13.    II use art or cunning, deal subtly, use subterfuges, Hdt. 3.130, 6.1; τί ταῦτα στρέφει τεχνάζεις τε; Ar.Ach.385, cf. Ra.957; τ. τε καὶ ψεύδεσθαι Pl.Hp.Mi.371d, cf. Lg.879a, etc.; τοὺς λαγὼς θηρῶντες πολλὰ τεχνάζουσιν X.Mem.3.11.7; of the hare, τ. τῇ βαδίσει Id.Cyn.8.3: c. acc. cogn., τ. ἀάτην use art so as to deceive, Plu.Tim.10: c. inf., contrive cunningly that . ., Arist.Pol.1259a32, Plu.Alc.19.    2 Med., aor. ἐτεχνασάμην, in same sense, Hdt.2.121. ά, Aen.Tact. 4.1; τεχνάζεσθαι ὅπως . . Plu.Caes.43.    3 Pass., in pf. part., ἅμαξαι τετεχνασμέναι ὥσπερ οἰκήματα artificially contrived, Hp.Aër. 18; ἐπίνοια τετεχν. cunningly devised, Ps.-Luc.Philopatr.26:—τεχνήσασθαι τὸ μετὰ τέχνης τι κατασκευάσαι, τεχνάσασθαι δὲ τὸ κακουργῆσαι Ps.-Hdn.Gr.post Moer.p.477 P.

German (Pape)

[Seite 1102] = τεχνάω, bes. Kunst od. List brauchen; Her. 3, 130. 6, 1; τί ταῦτα στρέφει, τεχνάζεις τε καὶ πορίζεις τριβάς, Ar. Ach. 363; Ran. 955; τεχνάζειν τε καὶ ψεύδεσθαι, Plat. Hipp. min. 371 d, vgl. Epinom. 989 d; Xen. An. 7, 6, 16; τοὺς λαγὼς θηρῶντες πολλὰ τεχνάζουσιν, Mem. 3, 11, 7; ἀπάτην, Plut. Timol. 10; – med., Her. 2, 121, 1.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνάζω: μέλλ. -άσω, τεχνάω, μεταχειρίζομαι τέχνην, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 4, 4, Μεγ. Ἠθικ. 1. 35, 9. ΙΙ. ποιοῦμαι χρῆσιν τεχνασμάτων, φέρομαι μετὰ πανουργίας ἢ δολίως, μεταχειρίζομαι πανουργίαν ἢ ὑπεκφυγάς, Ἡρόδ. 3. 130., 6. 1· τί ταῦτα στρέφει τεχνάζεις τε; Ἀριστοφ. Ἀχ. 385, πρβλ. Βατρ. 957· τ. τε καὶ ψεύδεσθαι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 371D, πρβλ. Νόμ. 879Α, κλπ.· τοὺς λαγὼς θηρῶντες πολλὰ τεχνάζουσιν Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 7· καὶ ἐπὶ τοῦ λαγοῦ, τ. τῇ βαδίσει ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 8, 3· μετὰ συστοίχου αἰτ., τ. ἀπάτην, μεταχειρίζομαι τεχνάσματα πρὸς ἐξαπάτησιν, Πλουτ. Τιμολ. 10· ― μετ’ ἀπαρεμφ., εὐφυῶς ἢ πανούργως μηχανῶμαι νά..., Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 12, Πλουτ. Ἀλκιβ. 19· οὕτω, τεχναστέον ὅπως ἄν τι γένοιτο Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 5, 8. 2) Ὁ Ἡρόδ. ποιεῖται χρῆσιν καὶ τοῦ μέσου ἀορ. ἐτεχνασάμην, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, 2. 121, 1· τεχνάζεσθαι ὅπως... Πλουτ. Καῖσ. 43. 3) Παθ., ἐν τῇ μετοχ. τοῦ πρκμ., ἅμαξαι τετεχνασμέναι ὥσπερ οἰκήματα, ἐντέχνως κατεσκευασμέναι, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291· ἐπίνοια τετεχν., δεξιῶς ἐπινοηθεῖσα, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 26. ― Περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ τεχνάζομαι καὶ τεχνάομαι, ἴδε Φρύνιχ. 477, καὶ Λοβέκ. ἐν τόπῳ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 446.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐτέχνασα, pf. Pass. τετέχνασμαι;
user d’artifice, de ruse ; avec l’inf. : employer tout son art à;
Moy. τεχνάζομαι;
1 employer tout son art, avec ὅπως;
2 machiner, tramer.
Étymologie: τέχνη.