ἐκπεριπλέω

Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

fut. -πλεύσομαι,

   A to sail out round, so as to attack in flank, Plb.1.23.9 ; τὰς σχεδίας J.BJ3.10.9 ; circumnavigate, Λιβύην Arr.An.4.7.5: abs., ib.6.28.6; ταῖς ναυσί Plu.Aem. 15:—Ion. ἐκπερι-πλώω, Arr.Ind.20.1.

German (Pape)

[Seite 772] (s. πλέω), von einem Orte aus umschiffen; τὸν κόλπον Arr. An. 6, 28, 9; Pol. 1, 23, 9; ταῖς ναυσί Plut. Aem. P. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπεριπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -πλευσοῦμαι, περιπλέω ἔξωθεν ὥστε νὰ προσβάλω τὸν ἐχθρὸν ἐκ πλαγίων ἢ κατὰ πρύμναν, Πολύβ. 1. 23, 9· ταῖς ναυσὶ Πλουτ. Αἰμιλ. 15· πρβλ. ἐμπεριπλέω: - Ἰων. -πλώω, Ἀρρ. Ἰνδ. 20. 1.

French (Bailly abrégé)

naviguer autour.
Étymologie: ἐκ, περιπλέω.