περιπλέω

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπλέω Medium diacritics: περιπλέω Low diacritics: περιπλέω Capitals: ΠΕΡΙΠΛΕΩ
Transliteration A: peripléō Transliteration B: peripleō Transliteration C: peripleo Beta Code: periple/w

English (LSJ)

Ion. περιπλώω,
A sail or swim round, abs., Hdt.6.44, Ephipp. 5.16 (anap.), etc.; float, of an island, Hecat.305J.: c. acc., Λιβύην, Πελοπόννησον, τὴν ἄκρην, τὴν Εὔβοιαν, Hdt.4.42,179, 5.108, 8.14; π. αὐτοὺς κύκλῳ Th.2.84; ἀνὴρ πολλὰ περιπεπλευκώς Ar.Ra.535; π. ἐκ τοῦ Κωρύκου Th.8.34; ἀπ' Ἰωνίας εἰς Κιλικίαν X.An.1.2.21, cf. Th.8.92; εἰς Πύλας D.18.32; π. ἐκεῖσε X.HG1.1.11.
II metaph., to be unstable, slip about, Hp.Fract.4.
2 recur, ἐς περίοδον π., of a headache, Aret.SD1.2.
III Pass., to be wrapped up, Heliod. ap. Orib.44.23.20.

German (Pape)

[Seite 588] (s. πλέω), herum-, umherschiffen, πολλὰ περιπεπλευκώς, Ar. Ran. 536; schwimmen, um Etwas, τί, Her. 6, 44; umschiffen, Λιβύην, 4, 42. 179 (vgl. περιπλώω), oft Thuc., absol. u. c. accus., wie Xen. u. Pol. 31, 26, 10 u. Sp.; – auch übertr., hin- u. herschwanken.

French (Bailly abrégé)

f. περιπλεύσομαι et περιπλευσοῦμαι;
naviguer autour, croiser.
Étymologie: περί, πλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-πλέω, Ion. -πλώω, aor. 3 sing. περιέπλωσε, inf. περιπλῶσαι, ptc. περιπλώσας, rondom... varen:; περιπλώοντες τὴν Λιβύην bij hun vaart om Lybië Hdt. 4.42.4; rondvaren:; ἀνὴρ πολλὰ περιπεπλευκώς een man die veel heeft rondgevaren Aristoph. Ran. 535; alg. varen:; ἀπὸ Ἰωνίας εἰς Κιλικίαν van Ionië naar Cilicië Xen. An. 1.2.21; overdr. afglijden. ὡς μὴ περιπλέῃ τὰ ἐπιδέσματα opdat het verband niet afglijdt Hp. Fract. 4.

Russian (Dvoretsky)

περιπλέω: ион. περιπλώω
1 плыть кругом, огибать (Πελοπόννησον Her.; τινα κύκλῳ Thuc.);
2 переплывать (ἐκ τοῦ Κωρύκου κατ᾽ Ἀργῖνον Thuc.; εἰς Πύλας Dem.): ἀνὴρ πολλὰ περιπεπλευκώς Arph. много поплававший человек.

Greek Monolingual

ΝΑ, ιων. τ. περιπλώω Α
1. πλέω γύρω από κάτι
2. ταξιδεύω με πλοίο
αρχ.
1. (για νησί) επιπλέω
2. παθ. περιπλέομαι
περιτυλίσσομαι
3. μτφ. α) (για κεφαλαλγία) είμαι διαλείπων
β) διολισθαίνω προς τα εδώ και προς τα εκεί.

Greek Monotonic

περιπλέω: Ιων. —πλώωπλέω ή κολυμπώ ολόγυρα, απόλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀνὴρ πολλὰ περιπλευκώς, πολυταξιδεμένος άνθρωπος, σε Αριστοφ.· με αιτ., περιπλέω Λιβύην Πελοπόννησον κ.λπ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλέω: Ἰων. -πλώω· ― πλέω πέριξ, ἀπολ., Ἑκαταῖ. 284, Ἡρόδ. 6. 44, κτλ.· μετ’ αἰτ., Λιβύην, Πελοπόννησον, τὴν Εὔβοιαν, Ἡρόδ. 4. 42, 179., 5. 108., 8. 14· π. αὐτοὺς κύκλῳ Θουκ. 2. 84· ἀνὴρ πολλὰ περιπεπλευκὼς Ἀριστοφ. Βάτρ. 535· ― ὡσαύτως μετὰ προθέσεων, π. ἐκ τοῦ Κωρύκου κατ’ Ἀργῖνον Θουκ. 8. 34· ἀπὸ Ἰωνίας εἰς Κιλικίαν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 21· εἰς Πύλας Δημ. 236. 15· οὕτω, π. ἐκεῖσε Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 11. ΙΙ. μεταφορ., εἶμαι ἄστατος, διολισθαίνω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 753.

Middle Liddell

ionic -πλώω
to sail or swim round, absol., Hdt., etc.; ἀνὴρ πολλὰ περιπεπλευκώς a man of many voyages, Ar.; c. acc., π. Λιβύην, Πελοπόννησον, etc., Hdt., Thuc., etc.

Lexicon Thucydideum

circumnavigare, circumvehi, to sail around, 1.107.3, 1.108.5, 2.23.2. 2.25.1. 2.25.4, 2.25.5. 2.84.1, 2.84.2. 2.91.3, [καὶ περιπλεύσασα, quae om. nonnulli codd. which some manuscripts omit]. 3.19.2. 3.78.1. 3.81.1. 3.81.2. 4.14.5, 4.23.2. 4.25.8. 4.56.2, 4.130.1, 5.2.3, [ἐς vulgo et in libris deest commonly and in texts is lacking]. 5.3.1. 5.3.6, 5.53.1, 6.62.3. 6.62.5, 6.99.4,
similiter similarly 6.101.3. 7.20.2. 7.22.1. 7.22.2. 7.36.4, 7.36.6. 7.40.5. 8.34.1, 8.86.9, 8.92.3.