παρεκτρέπω

Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A turn aside, ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν E.Supp.1111 :— Pass., to be turned aside, deviate, παρεκτετράφθαι Arist.GA773a15; π. εἰς . . Plu.2.114d; π. τῆς ὁδοῦ Sch.Ar.Ach.81.

German (Pape)

[Seite 514] nebenbei weg- od. abwenden; übtr., βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥςτε μὴ θανεῖν, Eur. Suppl. 1111; entstellen, verdrehen, Sp. – Pass., sich vom Wege abwenden, ausweichen, Sp., wie Plut. cons. ad Apoll. p. 350; τῆς ὁδοῦ, Schol. Ar. Ach. 81; παρεκτετράφθαι, im Ggstz von συμπεφυκέναι, Arist. de gen. anim. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκτρέπω: τρέπω, ἐκτρέπω κατὰ μέρος, Εὐριπ. Ἱκέτ. 1111 (ἴδε ἐν λ. ὀχετός). ΙΙ. διαστρέφω, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 33. - Παθ., τρέπομαι κατὰ μέρος, παρεκτρέπομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 46 π. εἰς... Πλούτ. 2. 114D· π. τῆς ὁδοῦ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 81.

French (Bailly abrégé)

détourner du droit chemin, faire dévier;
Moy. παρεκτρέπομαι se détourner du droit chemin, s’égarer.
Étymologie: παρά, ἐκτρέπω.