μυστιλάομαι
English (LSJ)
A sop bread in soup or gravy and eat it, ὦ πλεῖστα . . μεμυστιλημένοι . . ἐπ' ὀλιγίστοις ἀλφίτοις Ar.Pl.627; ἐμυστιλᾶτο τοῦ ζωμοῦ Luc.Lex.5: metaph., ἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων he scoops up public money, Ar.Eq.827 (anap.):—as Pass., μυστίλας μεμυστιλημένας scooped out, ib.1168.
German (Pape)
[Seite 223] μυστίλη, μυστίλλω, s. μιστυλάομαι, μιστύλη, μιστύλλω.
Greek (Liddell-Scott)
μυστῑλάομαι: ἀποθ., ἐμβάπτω, «βουτῶ» ἄρτον εἰς τὸν ζωμὸν καὶ τρώγω, ὦ πλεῖστα... μεμυστιλημένοι... ἐπ’ ὀλιγίστοις ἀλφίτοις Ἀριστοφ. Πλ. 627· ἐμυστιλᾶτο τοῦ ζωμοῦ Λουκ. Λεξιφ. 5· μεταφορ., ἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων, σουφρώνει μὲ δύο χέρια τὰ δημόσια χρήματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 827· - ὡσαύτως ὡς παθ., μυστίλας μεμυστιλημένας, ἤδη ἑτοίμους, πεποιημένας εἰς σχῆμα κοῖλον διὰ τῶν δακτύλων, αὐτόθι 1168. - Ἴδε τὴν λ. μυστίλη.
French (Bailly abrégé)
mieux que μιστυλάομαι;
-ῶμαι;
seul. prés., impf. et pf. μεμυστίλημαι;
manger la soupe, ou en gén. puiser dans un plat avec un morceau de pain creusé en cuiller.
Étymologie: μιστύλη.