ἀναίματος
English (LSJ)
ον,
A = ἄναιμος, A.Eu.302, Aenigm. ap. Ath.2.63b.
German (Pape)
[Seite 189] blutlos, βόσκημα δαιμόνων Aesch. Eum. 292; Ath. II, 63 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναίματος: -ον, ὁ ἄνευ αἵματος, μὴ μολυνθεὶς ὑφ’ αἵματος, Λατ. incruentus, ἀν. φυγαὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 196˙ χρὼς Εὐρ. Φοίν. 264˙ βωμὸς Πυθ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἄναιμος.