ἰσχάνω

Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

[ᾰ], Ep. lengthd. form of ἴσχω (v. foreg.),

   A hold in check, hinder, δέος ἰσχάνει ἄνδρας Il.14.387; Αἴαντ' ἰσχανέτην ὥς τε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ 17.747; τὸν δ' οὐκ ἴσχανε δεσμά h.Bacch.13: c. gen., keep back from, κρύος ἀνέρα ἔργων ἰσχάνει Hes.Op.495; so in Prose, ὁ ἥλιος . . ἰσχάνει [τὸν σῖτον] checks its growth, Thphr.CP4.13.6 (v.l. ἰσχαίνει, fort. ἰσχναίνει).    II get, obtain, have, ἀπεμνημόνευεν ἤ ἀνάλογον τῇ ἀπομνημονεύσει πάθος ἴσχα[νε] had an experience... Epicur.Nat.27 G., cf. 51 G.; περὶ . . δάκτυλον (δακτύλων codd.) πάθος ἰσχάνουσιν Vett.Val.65.13; μᾶλλον ἐκ τῶν πραγμάτων ἢ ἐκ τῶν λόγων τὰς λαβὰς ἰσχάνουσι Phld.Herc.873.6; ἐμέθεν πέρι θυμὸν ἀρείω ἴσχανε A.R.1.902.

German (Pape)

[Seite 1272] verlängerte Form von ἴσχω, ἔχω (vgl. das Vorige), fest-, zurückhalten, hemmen, δέος ἰσχάνει ἄνδρας, Il. 14, 386. 17, 747 Od. 19, 42; τινός, woran hindern, wovon abhalten, Hes. O. 497.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχάνω: ᾰ. Ἐπικ. ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ ἴσχω (ἴδε προηγ.)· -κωλύω, ἐμποδίζω, ἀναχαιτίζω, δέος ἰσχάνει ἄνδρας Ἰλ. Φ. 387· Αἴαντ’ ἰσχανέτην Ρ. 717· πρβλ. κατισχάνω: - μετὰ γεν., ἐμποδίζω, κωλύω ἀπό τινος, κρύος ἀνέρας ἔρων ἰσχάνει Ἠσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 493· ὡσαύτως παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 6 (ἔνθα ἄλλοτε ἦτο ἰσχαίνει).

French (Bailly abrégé)

retenir, arrêter.
Étymologie: ἴσχω.