παρωνυχία

Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ἡ,

   A whitlow, Hp.Epid.2.6.27, Plu.2.43b, al., Jul.Gal. 245d.    II plant reputed to be a cure for whitlow, Dsc.4.54, Gal.12.96, Paul.Aeg.7.3.    III trifle, Plb.12.4a.1.

German (Pape)

[Seite 530] ἡ, = Folgdm; Hippocr.; Plut. vrbdt οὐκ ἔστι σοι περὶ παρωνυχίας ὁ λόγος, de audit. 7, vgl. de adul. et amic. discr. 49.

Greek (Liddell-Scott)

παρωνῠχία: ἡ, κοινῶς «παρανυχίδα», καὶ Λατ. reduvia, ἀπόστημα παρὰ τὴν ῥίζαν τοῦ ὄνυχος, Ἱππ. 1056D, Πλούτ. 2. 43Α· 73Β, 440Α, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 81, Θεοφ. Νονν. τ. 2. σ. 212, κτλ.· ― ὡσαύτως παρωνῠχίς, -ίδος, ἡ, Ἱεροκλ. σ. 308 Boiss., Σουΐδ ΙΙ. φυτόν τι φημιζόμενον ὡς θεραπεῦον παρωνυχίας, Διοσκ. 4. 54, Γαλην., κλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
panaris, abcès à la racine de l’ongle.
Étymologie: παρά, ὄνυξ.