στέρομαι
English (LSJ)
Dor. imper. 3sg. σταρέστω BCH50.15 (Delph., iv B.C.); only used in pres. and impf., the other tenses being derived from στερέομαι (v. στερέω):—
A to be without, lack, lose, νίκης τε στέρεται Hes. Op.211; στέρεσθαι τῆς χώρης Hdt.8.140.α', cf. Th.1.70, al.; στερομέναν φίλων A.Ag.1429 (lyr.), cf. E.IA889 (troch.); στέρεσθαι κρατός A. Pers.371; στέρομαι δ' οἴκων, σ. παίδων E.Ion865 (anap.); φίλτρων στέρομαι Id.El.1309 (anap.); στερόμενος ὧν ὁ θεὸς ἔδωκεν Antipho 4.1.3; στερέσθω τῆς ἀρχῆς Pl.Lg.948a; ὅπως ἂν . . τῶν αὑτῶν στέρωνται Id.R.433e; στερέσθω τοῦ βοσκήματος IG12(9).90.12 (Eretria, iv B.C.), cf. PHib.1.29.20 (iii B.C.), PRev.Laws 49.22, al. (iii B.C.); τῶν ὑπαρχόντων στέρεσθαι BGU1812.6 (i B.C.), cf. στερέω: abs., χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι S.Tr.136 (lyr.); ὑπὸ Ἀγησιλάου στέρεσθαι οὐδεὶς οὐδὲν πώποτε ἐνεκάλεσε X.Ages.4.1.
German (Pape)
[Seite 938] gew. nur praes. u. impt. als pass. zu στερέω (vgl. dies u. στερίσκω), beraubt sein, entbehren, τινός; νίκης, Hes. O. 213; χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι, Soph. Trach. 136; στέρομαι δ' οἴκων, στέρομαι παίδων, Eur. Ion 815; Phoen. 391 und öfter; στέρεσθαι τῆς χώρης, Her. 8, 140, 1; εἴπερ στερόμεθα ἐπιστήμης, Plat. Theaet. 196 e; Soph. 146 c u. öfter; Xen. An. 3, 2, 2 Conv. 4, 31 n. A., wie Pol. 2, 61, 10. – Als aor. kann man dazu rechnen ἐστέρην; σοῦ στερέντα, Eur. Alc. 625, oft; auch φασγάνῳ βίον στερείς, Hel. 94; u. fut. στερήσομαι, ich werde beraubt werden, entbehren, οἵου στερήσεσθ' ἀνδρός, Hipp. 1460 El. 308.
Greek (Liddell-Scott)
στέρομαι: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., οἱ δὲ ἄλλοι χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ στερέομαι (ἴδε τὴν λέξιν)· - εἶμαι ἄνευ τινὸς πράγματος, ἔχω ἔλλειψίν τινος, χάνω, Λατ. carere, νίκης τε στέρεται Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 209· στέρεσθαι τῆς χώρης Ἡρόδ. 8. 140, 1· στερομέναν φίλων Αἰσχύλ. Πέρσ. 371· στέρομαι δ’ οἴκων στ. παίδων Εὐρ. Ἴων 865· φίλτρων στέρομαι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1309· στερόμενος ὦν ὁ θεὸς ἔδωκεν Ἀντιφῶν 125. 27· στερέσθω τῆς ἀρχῆς Πλάτ. Νόμ. 948Α· ὅπως ἂν .. τῶν αὐτῶν στέρωνται ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 433Ε, κτλ.· - ἀπολ., χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι Σοφ. Τρ. 136· ὑπὸ Ἀγησιγάου στέρεσθαι οὐδεὶς οὐδὲν πώποτε ἐνεκάλεσε Ξεν. Ἀγησ. 4, 1.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et fut.
être privé de, gén..
Étymologie: cf. στερέω, στερίσκω.