προκινέω

Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A move forward, τὸ στῖφος X.Cyr.1.4.21; urge on, ἵππον Id.Eq.9.3:—Pass., come on, advance, Id.Cyr.1.4.23; dance before the eyes, of specks, Hp.Loc.Hom.3.    II excite or begin before, τὴν μάχην D.S.17.19 (nisi leg. προκρίνειν).    2 excite or arouse before, τὴν τοῦ νέου ψυχήν Plu.2.36d; τὴν πόλιν J.BJ4.4.7.

German (Pape)

[Seite 730] vor, vorwärts, weiter bewegen, Xen. Cyr. 1, 4, 21; pass, vorrücken, ib. 23; Plut.; – vorher bewegen, S. Emp. adv. phys. 2, 108.

Greek (Liddell-Scott)

προκῑνέω: κινῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, τὸν στρατὸν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 21· ἀναγκάζω νὰ προχωρήσῃ, πρ. ἵππον ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 9. 3· ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. προχωρῶ, προβαίνω, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 4, 23, πρβλ. Ἱππ. 409. 18. ΙΙ. κινῶ ἢ ἀρχίζω πρότερον, τὴν μάχην Διόδ. 17. 19. 2) ἐξεγείρω πρότερον, τὴν τοῦ νέου ψυχὴν Πλούτ. 2. 36D· τὴν πόλιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 (πρό, devant) mouvoir en avant, faire avancer ; Pass. être poussé en avant ou se mouvoir en avant, s’avancer;
2 (πρό, auparavant) exciter auparavant, acc..
Étymologie: πρό, κινέω.