ἀλυκτάζω

Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

(v. ἀλύω) only impf.,

   A wander distraught, B.10.93; to be distressed, Hdt.9.70:—also ἀλυκτέω, to be in distress, anguish, Hp. Mul.1.5, cf. Erot., EM71.38, Hsch., Suid.: aor. part. ἀλυκτήσας in act. sense, = θορυβήσας, Hsch., EM71.39; cf. ἀλαλύκτημαι.

German (Pape)

[Seite 110] (ἀλύω), in Unruhe, Angst sein, Her. 9, 70.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλυκτάζω: (ἴδε ἐν λ. ἀλύω), μόνον κατὰ παρατ., εἶμαι ἐν θλίψει, Ἡρόδ. 9. 70. Τύπος τις ἀλυκτέω ἀναφέρεται παρ’ Ἡσυχ., ἐν Α. Β. 385. 13, Ἐτυμ. Μ. καὶ Σουΐδ. καὶ οὕτω διωρθώθη ἐν Ἱππ. 592. 36 ἀντὶ ἀλύει ὑπὸ τοῦ Littré (8. 30) ἐκ χειρογρ. καὶ τοῦ Ἐρωτ.: ὡσαύτως ἀόρ. μετοχ. ἀλυκτήσας μετ’ ἐνεργ. σημασίας, «ἀπειλήσας, θουρυβήσας», Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ. Ἐκ τούτου τοῦ ῥήματος παράγεται τὸ Ἐπικὸν ἀλαλύκτημαι, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

impf. ion. ἀλύκταζον;
être agité, inquiet.
Étymologie: ἀλύσσω.