ἀλαλύκτημαι

From LSJ

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓λᾰλύκτημαι Medium diacritics: ἀλαλύκτημαι Low diacritics: αλαλύκτημαι Capitals: ΑΛΑΛΥΚΤΗΜΑΙ
Transliteration A: alalýktēmai Transliteration B: alalyktēmai Transliteration C: alalyktimai Beta Code: a)lalu/kthmai

English (LSJ)

[ᾰλᾰ], to be in anguish, be sore distressed, pf. formed by redupl. from ἀλυκτέω, οὐδέ μοι ἦτορ ἔμπεδον, ἀλλ' ἀ. Il.10.94.

Spanish (DGE)

v. 1 ἀλυκτέω.

German (Pape)

[Seite 89] perf. mit Präsensbed., ich bin in großer Sorge, Hom. einmal, Iliad. 10, 94.

French (Bailly abrégé)

v. ἀλυκτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλαλύκτημαι ep. ind. perf. med. van ἀλυκτέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀλᾰλύκτημαι: (ᾰλᾰ) [pf. pass. в знач. praes. к ἀλύσσω быть встревоженным, взволнованным, напуганным Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαλύκτημαι: [ᾰλᾰ], πρκμ. σχηματισθεὶς δι’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἐκ τοῦ ἀλυκτέω (ὡς τὸ ἀλάλημαι ἐκ τοῦ ἀλάομαι), ἅπαξ ἐν Ἰλ. (Κ. 94)· οὐδέ μοι ἀλλ’ ἀλαλύκτημαι, τεθορύβημαι, εἶμαι τεταραγμένος.

English (Autenrieth)

(cf. ἀλύω, ἀλύσκω): perf. w. pres. signification, am bewildered, Il. 10.94†.

Greek Monolingual

ἀλαλύκτημαι (Α)
είμαι ταραγμένος ανησυχώ, αδημονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακείμενος του ρ. ἀλυκτῶ].

Greek Monotonic

ἀλαλύκτημαι: [ᾰλᾰ], παρακ. που σχηματίστηκε με αναδιπλασ. από το *ἀλυκτέω, είμαι βαθιά ταραγμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. ἀλυκτάζω.

Middle Liddell

[cf. ἀλυκτάζω.] [a perf. formed by redupl. from *ἀλυκτέω.]
to be sore distressed, Il.