ἄληπτος
English (LSJ)
ον,
A not to be laid hold of, hard to catch, Plu.Sert.16, Poll.5.169, etc.; ἄ. τοῖς ἐχθροῖς J.AJ5.8.11: in Comp. ἀληπτότερος Th.1.37, 82, 143. II incomprehensible, Phld.Mus.p.54K., Plu.Nic.11, al. III in Stoic philos., ἄληπτα, τά, things not to be made matter of choice, opp. ληπτά, Stoic.3.34.
German (Pape)
[Seite 95] 1) unnehmbar, unbesiegbar, Thuc. 1, 82. 143; öfter Plut., nicht zu fangen, Crass. 18. – 2) unbegreiflich, λογισμῷ Plut. Nic. 11. Bei den Stoikern τὰ ἄληπτα, die unannehmbaren Dinge.
Greek (Liddell-Scott)
ἄληπτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ λάβῃ, πιάσῃ, δύσληπτος, Πλούτ., κτλ. ― συγκριτ. ἀληπτότερος, ὅσῳ ἀληπτότεροι ἦσαν, ἀπροσβλητότεροι, μᾶλλον ἐξησφαλισμένοι ἀπὸ τῶν προσβολῶν τῶν ἄλλων, Θουκ. 1. 37, 82, 143. ΙΙ. ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, Πλουτ. Νικ. 11, καὶ ἀλλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ Στωϊκῇ Φιλοσοφίᾳ ἄληπτα λέγονται τὰ ἀπαράδεκτα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ληπτά.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 imprenable;
2 fig. incompréhensible.
Étymologie: ἀ, ληπτός.