ἀμοιβηδίς
English (LSJ)
Adv., (ἀμοιβή)
A alternately, in succession, Il.18.506, Od.18.310, h.Cer326.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοιβηδίς: Ἐπίρρ. (ἀμοιβή) ἀμοιβαίως, ἐξ ἀμοιβῆς, ἐναλλάξ. Ἰλ. Σ. 506, Ὀδ. Σ. 310· ὡσαύτως ἀμοιβήδην, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1071, Ὀρφ. Λ. 685 Πρβλ. ἀμοιβαδίς.
French (Bailly abrégé)
adv.
alternativement, mutuellement.
Étymologie: ἀμοιβή, -δις.