ἀμφίθηκτος

Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον, = foreg., AP6.94 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 139] dasselbe, eigtl. auf beiden Seiten geschärft, ξίφος Soph. Ant. 1309, Schol. δίστομος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίθηκτος: -ον, ὁ τεθηγμένος, ἠκονημένος ἑκατέρωθεν, δίστομος, ξίφος Σοφ. Ἀντ. 1309: - οὕτως, ἀμφιθηγής, ές, σάγαρις Ἀνθ. Π. 6. 94.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aiguisé des deux côtés.
Étymologie: ἀμφί, θήγω.