σάγαρις
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
-εως Ion. -ιος, ἡ; pl. σαγάρεις Ion. σαγάρῑς:—a weapon used by the Scythian tribes, Hdt.1.215, 4.5; ἀξίνας σαγάρις εἶχον Id.7.64; by the Amazons, Aristarch. in PAmh.2.12 ii 10; by the Persians, Amazons, Mossynoeci, etc., X.An.4.4.16, 5.4.13:—acc. to Hsch. single-edged, and joined by X. with κοπίς and μάχαιρα, Cyr. 1.2.9, 2.1.9, 4.2.22; double-edged acc. to AP6.94 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 857] (ein Fremdwort), ἡ, eine Waffe der skythischen Völker, der Amazonen, Mosynoiken u. A., eine Art Beil, Streitaxt; Her. 1, 215. 4, 5. 7, 64, wo es durch ἀξίνη erkl. wird, u. sonst; Xen. An. 4, 4, 16. 5, 4, 13; Cyr. 1, 2, 9; Sp., λυσιφλεβής Philp. 6 (VI, 94).
French (Bailly abrégé)
εως, ion. ιος (ἡ) :
sorte de hache dont se servaient les Amazones, les Perses et les peuples scythiques.
Étymologie: DELG mot obscur, sans doute emprunté.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σάγαρις -εως, ἡ, Ion. acc. plur. σαγάρῑς, strijdbijl.
Russian (Dvoretsky)
σάγαρις: εως, ион. ιος ἡ скиф. (ион. acc. pl. σαγάρις) обоюдоострая секира (у скифов и др.) Her., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
σάγᾰρις: -εως Ἰων. -ιος, ἡ· πληθ. σαγάρεις Ἰων. -ῑς· - ὅπλον ἐν χρήσει παρὰ ταῖς Σκυθικαῖς φυλαῖς, Ἡρόδ. 1. 215., 4. 5· ἀξίνας σαγάρις εἶχον ὁ αὐτ. 7. 64· παρὰ τοῖς Πέρσαις, ταῖς Ἀμαζόσι, τοῖς Μοσυνοίκοις, κλπ., εν. Ἀν. 4. 4, 16., 5. 4, 13· κατὰ τὸν Ἡσύχ. εἶχε μίαν μόνον ἀκμὴν («κόψιν»), ὁ δὲ Ξεν. συνάπτει αὐτὸ μετὰ τοῦ κοπὶς καὶ μάχαιρα, Κύρ. 1. 2, 9., 2. 1, 9, 4. 2, 22· πιθανῶς ἦτο εἶδος βραχέος πελέκεως ἢ κλαδευτηρίου. (Ἡ λέξις λέγεται ὅτι εἶναι Περσικὴ σημαίνουσα ξίφος).
Greek Monolingual
-άρεως και ιων. τ. γεν. -ιος, ἡ, Α
είδος όπλου, πιθ. διπλός πέλεκυς που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες κατά την εποχή τών Αχαιμενιδών, οι Αμαζόνες και ορισμένοι σκυθικοί λαοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με το λατ. sagitta «βέλος» δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
σάγᾰρις: -εως, Ιων. -ιος, ἡ, πληθ. σαγάρεις, Ιων. -ῑς, τσεκούρι, πέλεκυς ή αξίνα μονής κοπής, που η λάμα είχε δηλ. μία μόνο κόψη· όπλο, μαχαίρι το οποίο χρησιμοποιούσαν οι Σκυθικές φυλές, σε Ηρόδ., Ξεν. (ξέν. λέξη).
Frisk Etymological English
-ιος, -εως
Grammatical information: f.
Meaning: axe, battle axe, used by Scythians, Persians and other peoples. (Hdt., X. a.o.); after H. = πελέκιον μονόστομον; by AP 6, 94 called ἀμφιθηγής .
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Foreign word without etymology; by Alessio Studi etr. 18, 142 as non-IE. compared with Lat. sagitta arrow, Berb. zaġāja javelin. One expects an Iranian word.
Middle Liddell
σάγᾰρις, εως,
a single edged axe or bill, a weapon used by the Scythian tribes, Hdt., Xen. [Foreign word.]
Frisk Etymology German
σάγαρις: -ιος, -εως
{ságaris}
Grammar: f.
Meaning: Beil, Streitaxt, von Skythen, Persern und anderen Völkern gebraucht (Hdt., X. u.a.); nach II. = πελέκιον μονόστομον; von AP 6, 94 als ἀμφιθηγής bezeichnet.
Etymology: Fremdwort ohne Etymologie; von Alessio Studi etr. 18, 142 mit Vorbehalt als voridg. mit lat. sagitta Pfeil, berb. zaġāja Wurfspieß verglichen.
Page 2,670