ἀναθαρσέω
English (LSJ)
Att. ἀναθαρρέω,
A regain courage, Ar.Eq.806, Th.6.63, 7.71; τινί at a thing, Id.6.31; πρὸς ἄλλην αὖθις πεῖραν Plu.Alex. 31.
German (Pape)
[Seite 188] -θαρσύνω, ion. u. älter att. für -θαῤῥέω, -θαῤῥύνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθαρσέω: Ἀττ. -θαρρέω, ἀναλαμβάνω θάρρος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 806, Θουκ. 6. 63., 7. 71· τινὶ ὁ αὐτ. 6. 31· πρός τι Πλουτ. Ἀλέξ. 31: - οὐσιαστ. ἀναθάρρησις, ἡ, ἀνάκτησις θάρρους, Εὐστ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. ἀναθαρρέω.