ἄναιμος
English (LSJ)
ον, (αἷμα), opp. ἔναιμος,
A bloodless, of parts of the body, Pl.Ti.70c, Prt.321b, Arist.HA495a4: Comp., 520b33, al. II of animals, Id.PA678a33, al. 2 generally, of colour, νᾶπυ ἀναιμότερον κεχρωσμένον Aët.1.298. 3 metaph., χλωρὰ καὶ ἄ. τὰ πράγματα Gorg.Fr.16. III shedding no blood, πολλοὺς δὲ βροντῆς πνεῦμ' ἄ. ὤλεσεν E.Fr.982; ἀ. νίκη D.C.68.19.
German (Pape)
[Seite 189] blutlos, Plat. Tim. 70 c 72 c; Arist. H. A. 5, 31 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἄναιμος: -ον, (αἷμα) ἀντίθ. τῷ ἔναιμος, ὁ ἄνευ αἵματος, ἐπὶ μελῶν τοῦ σώματος, Πλάτ. Τίμ. 70C, Πρωτ. 321Β, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 16, 5., 3. 19, 5, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων τινῶν, συχν. παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 4., 3, καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a pas de sang.
Étymologie: ἀ, αἷμα.