ἀνήλιος

Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

Dor. ἀν-άλιος, ον,

   A without sun, unsunned, sunless, of the nether world, A.Th.859 (lyr.); μυχοί, δνόφοι, Id.Pr.453, Ch.51(lyr.); φυλλάς S.OC676 (lyr.); λιβάς E.Andr.534 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 229] ohne Sonne, schattig, dunkel, μυχοὶ ἄντρων Aesch. Prom. 451; δνόφος Ch. 50; λάμπη Eum. 365; φυλλάς Soph. O. C. 682; λιβάς Eur. Andr. 535; Luc. Necyom. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήλιος: Δωρ. -άλιος, ον, ὁ ἄνευ ἡλίου, ὃν δὲν βλέπει ὁ ἥλιος, σκιερός, σκοτεινός, ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, Αἰσχύλ. Θ. 859· μυχοί, δνόφοι ὁ αὐτ. Πρ. 453, Χο. 51· φυλλὰς Σοφ. Ο. Κ. 676· λιβὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 534.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans soleil, sombre.
Étymologie: ἀ, ἥλιος.